- χειραφεσία
- χειρ-αφεσία, ἡ, =A emancipatio; [suff] χειρ-αφετέω, = emancipare; and [suff] χειρ-άφετος, = emancipatus, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειραφεσία — η, ΝΜΑ [χειράφετος] χειραφέτηση νεοελλ. (νομ.) ειδική νομική πράξη με την οποία οι ανήλικοι αποκτούν διεύρυνση τών νόμιμων ορίων τής δικαιοπρακτικής ικανότητάς τους … Dictionary of Greek
ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό … Dictionary of Greek
χειραφέτηση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χειραφετώ 2. απελευθέρωση από την εξουσία κάποιου (α. «η χειραφέτηση τής γυναίκας στην εποχή μας» β. «η χειραφέτηση τών λαών τού τρίτου κόσμου») 3. τερματισμός τής πατρικής εξουσίας ή κηδεμονίας στον… … Dictionary of Greek